Ads

English French German Spain Dutch Portuguese Chinese Simplified

9 Απρ 2014

Διγλωσσία: πλεονέκτημα ή μειονέκτημα;

διγλωσσία-bilingualism
http://bilingualism
Όλοι μπορούν να μάθουν μια δεύτερη γλώσσα. Κάποιοι τα καταφέρνουν πολύ εύκολα, ενώ κάποιοι άλλοι δυσκολεύονται περισσότερο. Τα παιδία όμως είναι μικρά σφουγγαράκια. Μαθαίνουν τα πάντα με γρήγορους ρυθμούς. Τι σημαίνει στην πραγματικότητα "εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας" ή μάλλον τι είναι η διγλωσσία; Αποτελεί μειονέκτημα ή ένα τεράστιο πλεονέκτημα;


«Διγλωσσία είναι ο έλεγχος δύο γλωσσών» (Bloomfield, 1933). Με λίγα λόγια «το άτομο που είναι σε θέση να παράγει το ίδιο νόημα από μια γλώσσα σε άλλη ανήκει στην κατηγορία των δίγλωσσων» (Haugen, 1953).

Υπάρχουν διαφορετικές μορφές διγλωσσίας οι οποίες κατηγοριοποιούνται με βάσει τεσσάρων κριτηρίων: 1) ηλικία, 2) τρόπος κατάκτησης της γλώσσας, 3) γλωσσικά κριτήρια, 3) επιπτώσεις της διγλωσσίας στην ανάπτυξη του ατόμου.

Τι εννοούμε λοιπόν με τα παραπάνω. Σε σχέση με την ηλικία διακρίνουμε 1) τα άτομα που εκτίθενται από νωρίς (αμέσως μετά την γέννηση) σε δύο γλώσσες και τις μαθαίνει ταυτόχρονα (π.χ. παιδί από μεικτό γάμο) και 2) τα άτομα που μαθαίνουν την δεύτερη γλώσσα σε ηλικία κατά την οποία η πρώτη γλώσσα έχει σταθεροποιηθεί (συνήθως στην ηλικία των τριών ετών). Στην δεύτερη περίπτωση μιλάμε για διαδοχική διγλωσσία (Τριάρχη-Herrmann 2000).
           
Με βάση τον τρόπο κατάκτησης της γλώσσας έχουμε: 1) «φυσική» και 2) «πολιτισμική» διγλωσσία. Η φυσική αναφέρεται στην περίπτωση που η δεύτερη γλώσσα κατακτάται χωρίς σχολική εκπαίδευση, ενώ η πολιτισμική στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή προηγείται σχολικό μάθημα (Τριάρχη-Herrmann 2000).

Με βάση το γλωσσικό κριτήριο διακρίνονται τρία είδη διγλωσσίας: 1) «συντονισμένη», 2) «σύνθετη» και 3) «εξαρτημένη». Στη συντονισμένη διγλωσσία το άτομο ήδη γνωρίζει μια γλώσσα όταν αρχίζει να μαθαίνει μια δεύτερη, αναπτύσσοντας έτσι δυο διαφορετικά και ξεχωριστά γλωσσικά συστήματα. Στη σύνθετη διγλωσσία το άτομο χρησιμοποιεί δυο γλώσσες αλλά σκέφτεται μόνο στη μία (παιδιά σε μικρή ηλικία). Στην περίπτωση της εξαρτημένης διγλωσσίας, το άτομο μαθαίνει μια δεύτερη γλώσσα, ενώ έχει ήδη κατακτήσει την πρώτη (Weinreich, 1964).

Με βάση το κριτήριο "επίδραση", διακρίνονται δύο είδη διγλωσσίας: 1) «προσθετική» και 2) «αφαιρετική». Η προσθετική διγλωσσία επιδρά θετικά στην ανάπτυξη και στην προσωπικότητα ενός ατόμου το οποίο μέσω αυτή αποκτά συναισθηματικές και κοινωνικές δεξιότητες. Η προσθετική διγλωσσία παρατηρείται κυρίως σε παιδιά που προέρχονται από μεικτούς γάμους και η διγλωσσία στην περίπτωση αυτή μπορεί να είναι προσθετική μόνο αν τα άτομα και το περιβάλλον του αντιλαμβάνονται τα πλεονεκτήματα της διγλωσσίας (Τριάρχη-Herrmann 2000).

Οι παλαιότερες μελέτες κυρίως αυτές που πραγματοποιούνται στο διάστημα 1920 – 1960 (βλ. Darcy, 1953;  Peal & Lambert, 1967) καταλήγουν σε γενικές γραμμές σε αποτελέσματα που σήμερα αμφισβητούνται πολύ, αφού σύμφωνα με αυτές το δίγλωσσο παιδί έχει ακαδημαϊκή απόδοση, χαμηλή νοημοσύνη και προβλήματα συναισθηματικής φύσεως. Επικρατούσε δηλαδή η παράλογη άποψη ότι η επάρκεια της δεύτερης γλώσσας πηγάζει από την απώλεια της πρώτης γλώσσας και αυτό περιορίζει τη νοημοσύνη του παιδιού.
Σήμερα οι απόψεις αυτές απορρίπτονται, αφού πολυάριθμες μελέτες δείχνουν ότι η διγλωσσία είναι ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Μια από τις σημαντικότερες μελέτες που φανερώνει τα θετικά αποτελέσματα είναι αυτή του Leopold (1949), ο οποίος υποστηρίζει ότι τα δίγλωσσα άτομα εμφανίζουν μεγάλη πνευματική ανάπτυξη, καθώς τα άτομα αυτά από μικρή ηλικία μαθαίνουν να επικεντρώνονται στην σφαιρικότητα και το συμβολισμό των λέξεων και να ξεχωρίζουν δύο διαφορετικές λέξεις για κάθε αντικείμενο.
Οι Ianco-Worrall (1972, σ. 1398), μετά από έρευνα στην Νότια Αφρική φθάνουν στο συμπέρασμα ότι τα δίγλωσσα παιδιά εμφανίζουν από δύο έως τρία χρόνια μεγαλύτερη σημασιολογική ανάπτυξη σε σχέση με τα μονόγλωσσα παιδιά. Σύμφωνα με άλλες μελέτες τα δίγλωσσα παιδιά (Εβραϊκή – Αγγλική γλώσσα) εμφανίζουν πλουσιότερες ικανότητες στην αντικατάσταση συμβόλων (Ben-Zeev, 1977, σ. 1016), ενώ σύμφωνα με τον Galambos (1982, όπ. αναφ. στο Lee, 1996, σ.505), τα δίγλωσσα παιδιά (Αγγλική – Ισπανική γλώσσα) έχουν ισχυρότερη συντακτική ικανότητα. Επιπλέον παρατηρείται θετική σχέση μεταξύ της διγλωσσίας και της αντιληπτικής και λεκτικής ικανότητας, καθώς και την πρωτοτυπίας και της δημιουργικότητας (Lee, 1996, σ.504).
Από την άλλη οι Seda & Abramson (1990, όπ. αναφ. στο Maez & Gonzalez 1995, σ.2) διερευνούν την επιρροή της διγλωσσίας στην ικανότητα γραπτής εκμάθησης μιας γλώσσας. Σύμφωνα με τα κύρια αποτελέσματα της έρευνας τα δίγλωσσα παιδιά, παρόλο που δεν έχουν πλήρη επάρκεια της γλώσσας, την μαθαίνουν το ίδιο γρήγορα γραπτώς όπως και η ομάδα ελέγχου. 
Εκτός από την επιρροή στις ακαδημαϊκές ικανότητες η διγλωσσία οδηγεί και σε πολλά πρακτικά/ καθημερινά οφέλη. Ειδικότερα στην καθημερινή ζωή, οι δίγλωσσοι είναι σε θέση να ενημερώνεται από ποίκιλλα μέσα και για διάφορα θέματα και στις δύο γλώσσες, πλεονέκτημα που δεν διαθέτουν οι μονόγλωσσοι. Υπό αυτή την έννοια το δίγλωσσο άτομο είναι σε θέση να βλέπει να κατανοεί την ζωή με πολύπλευρο τρόπο. Επιπλέον οι δίγλωσσοι εμφανίζουν μεγαλύτερη ικανότητα αναφορικά με την εκμάθηση μιας τρίτης γλώσσας, αφού έχουν αυξημένη μεταγλωσσική συνείδηση και (Baker,2001, σ.185).
Θα πρέπει να επισημανθεί οι δίγλωσσοι έχουν και περισσότερες κοινωνικές ικανότητες. Η ικανότητα κάποιου να λειτουργήσει κοινωνικά με εκείνους που μιλούν τη δεύτερη γλώσσα μπορεί να συνεπάγεται την αυτοπεποίθηση και την ενδυνάμωση της αυτοεκτίμησης (Βaker, 2001, σ.186).έτσι τα δίγλωσσα άτομα συχνά είναι περισσότερο ηθικά και συναισθηματικά  αναπτυγμένα και μπορούν να συσχετιστούν κοινωνικά με άτομα που μιλούν άλλες γλώσσες και να αυξήσουν την αυτοαντίληψή τους (Νικολάου,2003, σ. 193).
Τα επαγγελματικά οφέλη είναι επίσης πολλά, αφού «το δίγλωσσο άτομο έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει μια καλύτερη θέση στο επάγγελμά του ή να εργαστεί σε μια χώρα που ομιλείται αυτή η γλώσσα» (Τριάρχη-Herrmann,2000, σ.194).
Τέλος το δίγλωσσο άτομο έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει δύο πολιτισμούς, τις συνήθειες και τα έθιμά τους. Οι δύο γλώσσες και οι δύο κουλτούρες «δίνουν τη δυνατότητα στο άτομο να έχει μία διπλή ή πολλαπλή άποψη της κοινωνίας. Δείχνει μεγαλύτερο σεβασμό στους άλλους ανθρώπους και στους άλλους πολιτισμούς απ’ ότι το μονοπολιτισμικό άτομο που είναι στερεοτυπικά απομονωμένο και πολιτιστικά πιο εσωστρεφές»(Νικολάου,2003, σ. 74).
Από τα παραπάνω φαίνεται ξεκάθαρα πως η διγλωσσία αποτελεί ένα τεράστιο πλεονέκτημα στη σημερινή εποχή. Είναι αναγκαίο να επενδύσουμε σε αυτήν. Για την ακρίβεια η εκμάθηση μιας δεύτερης ή και τρίτης γλώσσας αποτελεί εφόδιο ζωής.
Σε μελλοντικά άρθρα θα σας παρουσιάσουμε και διάφορους επιστημονικούς τρόπους εκμάθησης της δεύτερης γλώσσας στην παιδική ηλικία.

Θα χαρούμε να μοιραστείτε μαζί μας τις δικές σας απόψεις και εμπειρίες. Ανήκετε στην κατηγορία των δίγλωσσων ατόμων; Πως μαθαίνετε στο παιδί σας να είναι δίγλωσσο; Περιμένουμε τα σχόλια σας. Για ό,τι άλλο σας απασχολεί μπορείτε αν μας στείλετε e-mail στο neraidoidea@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου